Κυριακή 27 Μαρτίου 2011

Παρασκευή 11 Μαρτίου 2011

ΑΙΔΩΣ, ΑΧΡΕΙΟΙ


ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΟΥΤΣΟΥΚΑΛΗ

  
Πανηγυρίζουν τα ανεμομαζώματα του ΠΑ.ΣΟ.Κ, που αποτελούν τη σημερινή κυβέρνηση της συμφοράς. Πανηγυρίζουν και χαίρονται σαν παρδαλά κατσίκια, διότι κατάφεραν να περάσουν την παλιανθρωπίστικη, εξαπάτηση του Ελληνικού λαού, να προβούν στην νομιμοποίηση όλων των λάθρα εισελθόντων πληθυσμών της Αφρικής και της Ασίας και κατ’ αυτόν τον τρόπο, να εκφυλίσουν και εξισλαμίσουν την Ελλάδα.

Με αιχμή του δολερού δόρατος, τους απάτριδες συνωμότες, τους αργυρώνητους περιθωριακούς των ΜΚΟ, οι οποίοι παχυλώς αμείβονται από τα χρήματα του κράτους, τα χρήματα που εισφέρει ο Ελληνικός λαός από τον ιδρώτα του, πολλές φορές από το αίμα του, και τα οποία ανεξελέγκτως διατίθενται, συνώμοσε και η κυβέρνηση της εθνικής καταστροφής, για την μετατροπή της Ελλάδος σε χώρα της μαύρης Αφρικής. Δέχτηκε τα αιτήματα των λαθρόβιων εκβιαστών, χωρίς ντροπή και με αμέριστη καταισχύνη.

Ποιος θα εμποδίσει αύριο, μερικές χιλιάδες λαθραίως εισελθόντων πληθυσμών, να συγκεντρωθούν στους χώρους του παλιού αεροδρομίου, στους χώρους του παλιού Ιπποδρόμου, στους χώρους του παλιού Φίξ και όπου αλλού χωρούν και να κηρύξουν δήθεν απεργία πείνας; Ποιος θα εμποδίσει όλα τα αλαλάζοντα κύμβαλα της καταστροφής της Ελλάδος, να συγκεντρωθούν και να φωνασκούν εγκαλούντα την κυβέρνηση ότι παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα;

Γιατί άνοιξε την κερκόπορτα του κράτους, η κυβέρνηση της απαξίωσης του Έθνους; Ποιός σας έδωσε το δικαίωμα, πολιτικοί απατεώνες του ΠΑ.ΣΟ.Κ, να καταντήσετε τη χώρα μας χαβούζα απόρριψης πλεοναζόντων πληθυσμών της Αφρικής και της Ασίας;

Με ψεύδη και χάριν μιας ανόητης πολιτικής της προηγουμένης κυβέρνησης, η οποία απογοήτευσε τον Ελληνικό λαό, με την ατολμία της, τις ανοησίες της με την καλογερολαγνεία, την σκληρή και άτεγκτη προπαγάνδα αυτών που σήμερα ζητούν συναίνεση, αναρριχηθήκατε στον σβέρκο του, δίδοντάς του υποσχέσεις για ισονομία, ισοπολιτεία, καλύτερο αύριο. Ο πάντα αφελής και εύπιστος λαός σας πίστεψε και σας έδωσε την ψήφο του. Αλλά, δεν σας έδωσε την έγκρισή του να καταστρέψετε τη χώρα του. Εσείς είστε που είχατε υποσχεθεί ότι η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες; Δεν μπορείτε να φανταστείτε ότι, με τη σημερινή απόφαση του εκ της Πάρου ελθόντος μεγάλου πολιτικού, αγνώστου μέχρι πριν από τις εκλογές, όπως και της εξαδέλφης του, συζύγου μπουζουκοκαλλιτέχνη νυκτερινών κέντρων, ανοίξατε διάπλατα την είσοδο της χώρας για κατάληψη από τις ορδές των βαρβάρων, ευρισκομένων ακόμα σήμερον στην εποχή της ανθρωποφαγίας;

Είχαμε σχεδόν πεισθεί ότι, τα αποβράσματα της κοινωνίας που συμπαρίστανται στους καταλαβόντες τη χώρα μας, ανήκουν στην Αριστερά. Τώρα κατανοήσαμε το παιχνίδι που παίζετε. Όλα αυτά τα αποβράσματα, είναι η αιχμή του δικού σας δόρατος, για να εφαρμόσετε το σχέδιο που σας έχουν δώσει οι πάτρονές σας , για την καταστροφή της Ελλάδος.

Ποια ανθρώπινα δικαιώματα θα παραβίαζε η χώρα μας, όταν θα αρνούνταν να δεχθεί την λαθραία είσοδο και ετσιθελική εγκατάσταση μετακινουμένων πληθυσμών, από χώρες που δεν έχουν καμία πολιτιστική, θρησκευτική, φυλετική, ή όποια άλλη συνάφεια με τη δική μας; Γιατί οι άλλες χώρες δεν δέχονται αυτούς τους πληθυσμούς και τους φορτώνουν στη χώρα μας, έναντι κάποιων ψίχουλων που διαθέτουν δίκην επαιτείας, και γιατί δεν κάνετε ένα δημοψήφισμα να σας απαντήσει ο λαός αν επιθυμεί την κατάληψη της πατρίδας του από τους πληθυσμούς της Αφρικής και της Ασίας;

Το είχα γράψει και στο παρελθόν. Το επαναλαμβάνω και τώρα. Παίζετε με τη φωτιά. Ο λαός βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο της έκρηξής του. Μία σπίθα αρκεί για να τιναχθεί η Ελλάδα στον αέρα. Υπεύθυνοι γι’ αυτό είσθε σείς οι ανεγκέφαλοι, απάτριδες, καταστροφείς του Έθνους, οι υποστηρικτές του ΠΑ.ΣΟ.Κ.

Ο κακή τη μοίρα αρχηγός σας, εκτελεί εντολές που παίρνει από ξένα κέντρα αποφάσεων. Και έχει δικαιολογία. Από κακή σύμπτωση βρέθηκε στο πηδάλιο της Ελλάδος και την οδήγησε στον γκρεμό. Είναι Αμερικανός πολίτης χωρίς καμία ελληνική εθνική συνείδηση. Οι υπόλοιποι γιατί τον ακολουθείτε; Γιατί θέλετε να συμμερισθείτε τις ευθύνες για την καταστροφή της πατρίδας σας;

Είσθε τόσο φανατισμένοι με μια παράταξη η οποία καθημερινώς εκθεμελιώνει και το τελευταίο πετραδάκι της χώρας μας; Δεν βλέπετε που πηγαίνει; Γιατί δεν σκέπτεσθε, δεν ελέγχετε, πώς βρέθηκαν στην κορυφή της πολιτικής πυραμίδας του ΠΑ.ΣΟ.Κ, κάποιος άγνωστος μέχρι τις προηγούμενες εκλογές κ. Ραγκούσης, κάποιος άγνωστος κ. Παπακωνσταντίνου, από πού προέκυψε ο κ. Δρούτσας, από πού μας κόπιασε η κυρία Μπιρμπίλη, ποιόν ρόλο ήλθαν να παίξουν, ποιός τους έβαλε και πώς τους επέλεξε; Ο φανατισμός σας δεν σας αφήνει να ανοίξετε τα μάτια σας, δεν μπορείτε να σκεφθείτε και να διακρίνετε τον πυρσό που κρατούν για να βάλουν φωτιά και να μετατρέψουν τα πάντα σε στάχτη; Δεν μπορείτε;

Η κατάσταση δεν πάει άλλο. Το ποτήρι ξεχείλισε. Η αγανάκτηση ξεπέρασε κάθε όριο. Γίνατε στράτευμα κατοχής. Ακολουθείτε τα βήματα του Λίστ και του Φέλμυ. Δεν φοβάστε; Να ξέρετε, δεν θα υπάρξει καμία ευσπλαχνία. Κανένα έλεος. Οι προδότες της πατρίδας τους εκτελούνται με συνοπτικές διαδικασίες. Θα συνεχίσετε τον ίδιο δρόμο;

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2011

ΠΑΟΚ ΕΥΡΩΠΗ


Ταλαιπωρία επί…πληρωμή


Πάντως η εταιρεία που…τ`αρπάζει λέει ότι φταίνε οι οδηγοί!!!!
Πάλι καλά που δεν τους είπε να καθαρίζουν και τον δρόμο περνώντας

Ούτε κουβέντα για την μέριμνα σαν υπεύθυνη εταιρία για την ομαλή και ασφαλή διέλευση των οχημάτων
Ούτε κουβέντα για την πρόληψη και καθαρισμό του δρόμου

ΠΛΗΡΩΣΤΕ  ΠΛΗΡΩΣΤΕ  ΗΛΙΘΙΟΙ

Σάββατο 5 Μαρτίου 2011

Από αγράμματους ήρωες προς εμετικούς ιστορικούς

Ο λόγος του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη στην Πνύκα . 8 Οκτωβρίου 1838

Μου το έστειλε ένας αναγνώστης. Αφιερωμένο εξαιρετικά στους τύπους που ασχολούνται με την παραγωγή ντοκιμαντέρ

Ο λόγος που έβγαλε ο Κολοκοτρώνης ανεβασμένος στα βράχια της Πνύκας, όπως στα παλιά τα χρόνια τόσοι τρανοί ρήτορες στους Αθηναίους, στέκεται η πνευματική διαθήκη του ήρωα στο Έθνος. Ο λόγος του αγράμματου, μα σοφού στρατηγού προς τα νιάτα της Αθήνας του 1838.

Εφημερίς “Ο Αιών”, 13 Νοεμβρίου 1838
Παιδιά μου! Εις τον τόπον τούτον, οπού εγώ πατώ σήμερα, επατούσαν και εδημηγορούσαν τον παλαιόν καιρόν άντρες σοφοί και άντρες με τους οποίους δεν είμαι άξιος να συγκριθώ, και ούτε να φθάσω τα ίχνη των….
Εγώ επιθυμούσα να σας ιδώ, παιδιά μου, στη μεγάλη δόξα των προπατόρων μας κι έρχομαι να σας είπω όσα στον καιρό του αγώνα μας και πριν απ’ αυτόν κι ύστερα απ’ αυτόν ο ίδιος παρατήρησα κι απ’ αυτά να κάμωμεν συμπερασμούς και για την μέλλουσαν ευτυχία σας, μολονότι ο Θεός μόνος ηξεύρει τα μέλλοντα.
“Εγώ παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, εξαιτίας των περιστάσεων, έμεινα αγράμματος και διά τούτο σας ζητώ συγχώρεση, διότι δεν ομιλώ καθώς οι δάσκαλοί σας”
Και διά τους παλαιούς Έλληνας, οποίας γνώσεις είχαν και ποία δόξα και τιμήν έχαιραν κοντά εις τα άλλα έθνη του καιρού των, οποίους ήρωας στρατηγούς, πολιτικούς είχαν, διά ταύτα σας λέγουν καθ’ ημέραν οι διδάσκαλοί σας και οι πεπαιδευμένοι σας. Εγώ δεν είμαι αρκετός. Σας λέγω μόνον πως ήτον σοφοί, και από εδώ επήραν και εδανείσθηκαν τα άλλα έθνη την σοφίαν των… Αυτοί διέφεραν από ημάς εις την θρησκείαν, διότι επροσκυνούσαν τις πέτρες και τα ξύλα. Αφού ύστερα ήλθεν εις τον κόσμον ο Χριστός, οι λαοί όλοι επίστευσαν εις το Ευαγγέλιό του και έπαυσαν να λατρεύουν τα είδωλα… Οι παλαιοί Έλληνες, οι πρόγονοί μας, έπεσαν εις την διχόνοια και ετρώγονταν μεταξύ τους και έτσι έλαβαν καιρόν πρώτα οι Ρωμαίοι, έπειτα άλλοι βάρβαροι, και τους υπόταξαν. Ύστερα ήλθαν και οι Μουσουλμάνοι, και έκαμαν ότι μπορούσαν, διά να αλλάξει ο λαός την πίστη του… Έκοψαν γλώσσες σε πολλούς ανθρώπους, αλλ’ εστάθη αδύνατο να το κατορθώσουν… Τον ένα έκοβαν, ο άλλος τον σταυρό του έκανε.
Σαν είδε τούτο ο σουλτάνος, διώρισε έναν βιτσερέ (αντιβασιλέα), έναν Πατριάρχη και του έδωσε την εξουσία της Εκκλησίας. Αυτός και ο λοιπός Κλήρος έκαμαν ό,τι τους έλεγε ο Σουλτάνος. Ύστερον έγιναν οι Κοτζαμπάσηδες εις όλα τα μέρη. Η τρίτη τάξις, οι έμποροι, και οι προκομμένοι, το καλλίτερο μέρος των πολιτών, μη υποφέροντες τον ζυγό έφευγαν κι οι γραμματισμένοι επήραν τα βιβλία και φύγαν από την Ελλάδα, την πατρίδα των, κι έτσι έμεινε ο λαός, όστις στερημένος από τα μέσα της προκοπής, εκατήντησεν εις αθλίαν κατάσταση, και αυτή αύξαινε καθ’ ημέρα χειρότερα… διότι αν βρισκόταν μεταξύ του λαού κανείς με λίγη άνθηση τον λάμβανε ο κλήρος, όστις έχαιρε προνόμια, ή εσύρετο από τον έμπορον της Ευρώπης ως βοηθός του ή εγίνετο γραμματικός του προεστού. Και μερικοί μη υποφέροντες την τυραννίαν των Τούρκων και βλέποντες τις δόξες και τις ηδονές οπού απελάμβανον αυτοί, άφηναν την πίστη τους και εγίνοντο Μουσουλμάνοι. Και τοιουτοτρόπως κάθε μέρα ο λαός ελίγνευε και επτώχυνε.
Εις αυτήν την δυστυχισμένη κατάσταση μερικοί από τους φυγάδες γραμματισμένους εμετέφραζαν και έστελναν εις την Ελλάδα βιβλία. Και σαν τους πρέπει να χρεωστούμεν ευγνωμοσύνη, διότι ευθύς οπού κανένας άνθρωπος από το λαό εμάνθανεν τα κοινά γράμματα, εδιάβαζεν αυτά τα βιβλία και έβλεπε ποίους είχαμε προγόνους, τι έκαμεν ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης και οι άλλοι πολλοί παλαιοί μας, και εβλέπαμεν και εις ποίαν κατάσταση ευρισκόμεθα τότε… Όθεν μας ήρθε στο νου να τους μιμηθούμε και να γίνομε ευτυχέστεροι και έτσι έγινε και επροόδευσεν η εταιρεία.
Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι ήμεθα, ούτε πως δεν έχομεν άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε, “πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιτοκάραβα βατσέλα”, αλλά, ως μία βροχή, έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της Ελευθερίας μας… και όλοι, και οι κληρικοί και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι συμφωνήσαμεν σ’ αυτό το σκοπό και κάναμεν την επανάσταση.
Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοιαν και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι… Ο ένας πήγαινε στον πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα στο στρατόπεδο και εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία, και ίσως εφθάναμεν και εις την Κωνσταντινούπολη…
Τόσο τρομάξαμε τους Τούρκους, οπού άκουαν Έλληνα και φεύγαν χίλια μίλια μακριά. Εκατόν Έλληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός κι ένα καράβι μια αρμάδα. Αλλά δεν εβάσταξε. Ήλθαν μερικοί και ηθέλησαν να γένουν μπαρμπέρηδες εις του κασίδη το κεφάλι. Μας πονούσε το μπαρμπέρισμά τους μα τι να κάνουμε; Είχαμε κι αυτουνών την ανάγκη.
Από τότε ήρχισεν η διχόνοια και εχάθη η πρώτη προθυμία και ομόνοια. Κι όταν έλεγες του Κώστα να δώσει χρήματα διά τας ανάγκας του έθνους, ή να πάει στον πόλεμο, τούτος πρόβαλλε το Γιάννη. Και με αυτό τον τρόπο κανείς δεν ήθελε να συντράμει, μήτε να πολεμήσει. Και τούτο εγίνετο, επειδή δεν είχαμε έναν αρχηγό και μίαν κεφαλή. Αλλά μας έμπαινε Πρόεδρος έξι μήνες, εσηκώνετο ο άλλος και τον έρριχνε, και εκάθετο αυτός άλλους τόσους, και έτσι ο ένας ήθελε τούτο κι ο άλλος το άλλο. Ίσως όλοι ηθέλαμε το καλό, πλην καθένας κατά τη γνώμη του. Όταν προστάζουνε πολλοί, ποτέ το σπίτι δεν κτίζεται, ούτε τελειώνει. Ο ένας λέει ότι η πόρτα πρέπει να βλέπει στο ανατολικό μέρος, ο άλλος στο αντικρυνό κι ο άλλος στο βοριά, σαν να ήταν το σπίτι στον αραμπά και να γυρίζει καθώς λέγει ο καθένας. Με τούτον τον τρόπο δεν κτίζεται ποτέ το σπίτι, αλλά πρέπει να είναι αρχιτέκτονας, οπού να προστάζει πώς θα γίνει. Παρομοίως κι εμείς χρειαζόμαστε έναν αρχηγό κι έναν αρχιτέκτονα, όστις να προστάζει κι οι άλλοι να υπακούνε και ν’ ακολουθάνε. Αλλά επειδή είμαστε σε τέτοια κατάσταση, εξαιτίας της διχόνοιάς μας, έπεσε η Τουρκιά πάνω μας και κοντέψαμε να χαθούμε και εις τους στερνούς επτά χρόνους δεν κατορθώσαμε μεγάλα πράγματα.
Εις αυτή την κατάσταση έρχεται ο Βασιλεύς, τα πράματα ησυχάζουν και το εμπόριο κι η γεωργία κι οι τέχνες αρχίζουν να προοδεύουν και μάλιστα η παιδεία. Αυτή η μάθηση θα μας αυξήσει και θα μας ευτυχήσει. Αλλά για να αυξήσουμε, χρειάζεται κι η στερέωση της πολιτείας μας, που γίνεται με την καλλιέργεια και με την υποστήριξη του θρόνου. Ο Βασιλεύς είναι νέος, και συμμορφώνεται με τον τόπο μας. Δεν είναι προσωρινός αλλ’ η βασιλεία του είναι διαδοχική, και θα περάσει στα παιδιά των παιδιών του, και με αυτόν και σεις και τα παιδιά σας θα ζήσετε. Πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας και να τη στερεώσετε, διότι όταν επιάσαμε τα άρματα, είπαμε πρώτα υπέρ Πίστεως κι ύστερα υπέρ Πατρίδος. Όλα τα έθνη του κόσμου έχουν και φυλάνε μία θρησκεία. Να μην έχετε πολυτέλεια, να μην πηγαίνετε στους καφενέδες και στα μπιλιάρδα. Να δοθήτε εις τας σπουδάς σας και καλλίτερα να κοπιάσετε ολίγον, δυο και τρεις χρόνους και να ζήσετε ελεύθεροι στο επίλοιπο της ζωής σας, παρά να περάσετε τέσσερις-πέντε χρόνους τη νεότητά σας και να μείνετε αγράμματοι, να σκλαβωθείτε εις τα γεράματά σας. Να ακούετε τας συμβουλάς των διδασκάλων και γεροντοτέρων και κατά την παροιμία “μύρια ήξευρε και χίλια μάθαινε”.
Η προκοπή σας και η μάθησή σας να μη γενεί σκεπάρνι μόνο για το άτομό σας, μα να κοιτάζει το καλό της κοινότητας, γιατί μέσα στο καλό αυτό βρίσκεται και το δικό σας.
Εγώ παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, εξαιτίας των περιστάσεων, έμεινα αγράμματος και διά τούτο σας ζητώ συγχώρεση, διότι δεν ομιλώ καθώς οι δάσκαλοί σας. Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, διά να ωφεληθήτε από τα περασμένα κι από τα κακά αποτελέσματα της διχόνοιας, την οποία να αποστρέφεσθε, και να έχετε ομόνοια. Εμάς μη μας τηράτε πλέον. Το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε και οι μέρες της γενιάς που σας άνοιξε το δρόμο, θέλουν σε λίγο περάσει. Την ημέρα της ζωής μας θέλει διαδεχθεί η νύκτα του θανάτου μας, καθώς την ημέρα των Αγίων Ασωμάτων θέλει διαδεχθεί η νύκτα και η αυριανή ημέρα.
Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο όπου ημείς ελευθερώσαμε και διά να γίνει τούτο, πρέπει να έχετε ως θεμέλια της Πολιτείας την ομόνοια, την θρησκεία, την καλλιέργεια του θρόνου και την φρόνιμον ελευθερία. Τελειώνω τον λόγον μου.
Ζήτω ο Βασιλεύς μας Όθων! Ζήτω οι σοφοί διδάσκαλοι! Ζήτω η Ελληνική Νεολαία!
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης – 8 Οκτωβρίου 1838

ΑΠΟ  ΚΩΣΤΑΣ Δ. ΚΑΒΒΑΘΑΣ