Τρίτη 26 Ιουλίου 2011

Οι τρεις τελευταίες επιθυμίες του Μεγάλου Αλεξάνδρ...


Ευρισκόμενος στα πρόθυρα του θανάτου, ο Μέγας Αλέξανδρος συγκάλεσε τους στρατηγούς του και τους κοινοποίησε τις τρεις τελευταίες επιθυμίες του

1] Να μεταφερθεί το φέρετρό του στους ώμους από τους καλύτερους γιατρούς της εποχής.

2] Τους θησαυρούς που είχε αποκτήσει [ασήμι, χρυσάφι, πολύτιμους λίθους] να τους σκορπίσουν σε όλη τη διαδρομή μέχρι τον τάφο του.

3] Τα χέρια του να μείνουν να λικνίζονται στον αέρα, έξω από το φέρετρο, σε θέα όλων.

Ένας από τους στρατηγούς, έκπληκτος από τις ασυνήθιστες επιθυμίες, ρώτησε τον Αλέξανδρο ποιοι ήταν οι λόγοι.

Ο Αλέξανδρος του εξήγησε:

1] Θέλω οι πιο διαπρεπείς γιατροί να σηκώσουν το φέρετρό μου, για να μπορούν να δείξουν με αυτό τον τρόπο ότι ούτε εκείνοι δεν έχουν, μπροστά στο θάνατο, τη δύναμη να θεραπεύουν!

2] Θέλω το έδαφος να καλυφθεί από τους θησαυρούς μου, για να μπορούν όλοι να βλέπουν ότι τα αγαθά που αποκτούμε εδώ, εδώ παραμένουν!

3] Θέλω τα χέρια μου να αιωρούνται στον αέρα, για να μπορούν οι άνθρωποι να βλέπουν ότι ερχόμαστε με τα χέρια άδεια και με τα χέρια άδεια φεύγουμε, όταν τελειώσει για εμάς ο πιο πολύτιμος θησαυρός που είναι ο χρόνος!

Τρίτη 19 Ιουλίου 2011

Αυτοί αντίστρεψαν τον κανόνα και την λογική

 

Ο κανόνας και η βάση της λογικής λέει:
Το ζώο για την επιβίωση
Και ο άνθρωπος για την ευημερία
Ε` λοιπόν αυτοί οι… κύριοι αντίστρεψαν τον κανόνα και την λογική
Το ζώο για την ευημερία
Και ο άνθρωπος για την επιβίωση

Πέμπτη 14 Ιουλίου 2011

Δεν πέθανε ο θεός, ο άνθρωπος χρεοκόπησε



Ο Δημήτρης Λιαντίνης (23 Ιουλίου 1942 – 1998) ήταν Έλληνας πανεπιστημιακός, φιλόσοφος και συγγραφέας. Στο ευρύ κοινό έγινε γνωστός το 1998, οπότε και η υπόθεση της εξαφάνισής του απασχόλησε την κοινή γνώμη. Τελικά η σορός του βρέθηκε το 2005 σε μία σπηλιά κοντά στην κορυφή του Ταϋγέτου.

Για ακόμα μια φορά, η ελληνική πραγματικότητα αναλώνεται σε σχολιασμούς, σε κριτικές, σε σκέψεις άκρως επιφανειακές. Δε ξέρει ή δε θέλει να δώσει επιχειρήματα και να εξηγήσει την κατάσταση στην οποία έχουμε οδηγηθεί. Φοβάται να κοιτάξει τον καθρέφτη και να ομολογήσει την αλήθεια. Πιστεύει ότι με την ομαδοποίηση και τη γενίκευση θα δώσει απαντήσεις σε μία κορεσμένη κοινωνία που έμαθε να ζητάει συνεχώς. Οι σχολιαστές της ελληνικής επικαιρότητας δεν μπορούν πλέον να μας πληροφορήσουν για αυτήν, διότι αποτέλεσαν και αυτοί με τη σειρά τους σημείο παρακμής και διαφθοράς των καιρών μας. Η νεολαία τους αντιμετωπίζει με καχυποψία. Αρνείται να τους ακούσει. Θέλει να βρει τους πραγματικούς λόγους και τις αιτίες, θέλει να μάθει πραγματικά τι συνέβη και να δει πως θα ορθώσει τη ζωή της από εδώ και πέρα.

Ο Δημήτρης Λιαντίνης ήταν ένας από τους νεοέλληνες φιλοσόφους με ελεύθερη σκέψη και ιδέες. Η πλειοψηφία δε μπορούσαν να τον κατανοήσουν τη δεκαετία του 1990 στην Ελλάδα. Αρκετοί τον θεωρούσαν έναν ουτοπικό φιλόσοφο. Σήμερα, όμως, δέκα τρία σχεδόν χρόνια μετά την ηθελημένη απόφαση του να εξαφανιστεί και να «φύγει» από τη ζωή, το ενδιαφέρον έχει μεγαλώσει. Ο λόγος του, οι σκέψεις του και η επιθυμία του να «φύγει» φαίνονται τόσο επίκαιρες από ποτέ. Η φράση του «όχι δεν πέθανε ο θεός, ο άνθρωπος χρεοκόπησε» δίνει απάντηση σε όλα αυτά τα ερωτήματα που ταλανίζουν τους ανθρώπους και κυρίως τη νέα γενιά.

Οι περισσότεροι αναρωτιούνται. Μα πώς χρεοκόπησε ο άνθρωπος; Είναι κάτι τέτοιο δυνατόν; Και, όμως, είναι. Ο τρόπος ζωής, όπως είχε διαμορφωθεί στη νεοελληνική κοινωνία ήταν η αιτία που θα φθάναμε στη χρεοκοπία. Η χρεοκοπία των αξιών, της ηθικής και της σεμνότητας οδήγησαν σε ένα τέλμα το άνθρωπο. Η οικονομική χρεοκοπία είναι η συνέπεια της ανθρώπινης χρεοκοπίας. Ο Λιαντίνης έγραφε: «Τρεις είναι σήμερα οι πληγές που πεθαίνουν την Ελλάδα, όπως η πανούκλα εσάρωνε τη Θήβα στην εποχή του ανίδεου Οιδίποδα. Οι πολιτικοί, οι δάσκαλοι, και οι δημοσιογράφοι με όλα τα ιδιωτικά Media. Πρόκειται για τρεις ορδές συφοράς, που είναι να παλουκώνεις τη μία και να πατταλεύεις την άλλη».

Η προφητική του αναφορά τη δεκαετία του 90 για το τι πρόκειται να ακολουθήσει στην ελληνική πραγματικότητα συγκλονίζει: «Η τελευταία μου πράξη έχει το νόημα της διαμαρτύρησης για το κακό που ετοιμάζουμε εμείς οι ενήλικοι στις αθώες νέες γενεές που έρχουνται. Ζούμε τη ζωή μας τρώγοντας τις σάρκες τους. Ένα κακό αβυσσαλέο στη φρίκη του. Η λύπη μου γι’ αυτό το έγκλημα με σκοτώνει». Μια πραγματικότητα που κάποιοι δεν ήθελαν να δουν ή ακόμα και αυτή τη στιγμή αρνούνται να τη δουν. Σκέφτονταν και σκέφτονται μόνο το τώρα, πώς θα σωθούν τόσο οι ίδιοι, όσο και οι παρέες τους. Ο τρόπος για να βγει ο άνθρωπος από αυτό το αδιέξοδο αποσιωπάται.

Αν πραγματικά ο άνθρωπος θέλει να ξεχρεώσει πρέπει να κάνει ένα βήμα πρώτα προς το νου και την παιδεία. Χρειάζεται να αναζητήσει τη γνώση, την ειλικρίνεια, την τιμή, το σεβασμό, την ελεύθερη και κριτική σκέψη. Πρέπει να αναπροσδιορίσει το παρόν και το μέλλον και να ακολουθήσει τις συμβουλές που έδωσε ο Λιαντίνης προς τη γυναίκα του στο τελευταίο του γράμμα: «Να ζήσεις απλά, σεμνόπρεπα, και τίμια, όπως σε δίδαξα. Να θυμάσαι ότι έρχουνται χαλεποί καιροί για τις νέες γενεές. Και είναι άδικο και μεγάλο παράξενο να χαρίζεται τέτοιο το δώρο της ζωής στους ανθρώπους, και οι πλείστοι να ζούνε μέσα στη ζάλη αυτού του αστείου παραλογισμού».

maga.gr

Παρασκευή 1 Ιουλίου 2011

Επίκαιρο... Σουρημαδιό



Γεώργιος Σουρής (1853-1919)



Ποιος είδε κράτος λιγοστό
σ` όλη τη γη μοναδικό,
εκατό να εξοδεύει
και πενήντα να.....
μαζεύει;


Να τρέφει όλους τους αργούς,
νά `χει επτά Πρωθυπουργούς,
ταμείο δίχως χρήματα
και δόξης τόσα μνήματα;


Νά `χει κλητήρες για φρουρά
και να σε κλέβουν φανερά,
κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε
τον κλέφτη να γυρεύουνε;


Όλα σ` αυτή τη γη μασκαρευτήκαν
ονείρατα, ελπίδες και σκοποί,
οι μούρες μας μουτσούνες εγινήκαν
δεν ξέρομε τί λέγεται ντροπή.
Σπαθί αντίληψη, μυαλό ξεφτέρι,
κάτι μισόμαθε κι όλα τα ξέρει.


Κι από προσπάππου κι από παππού
συγχρόνως μπούφος και αλεπού.
Θέλει ακόμα -κι αυτό είναι ωραίο-
να παριστάνει τον ευρωπαίο.


Στα δυό φορώντας τα πόδια που `χει
στο `να λουστρίνι, στ` άλλο τσαρούχι.
Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαίο,
ύφος του γόη, ψευτομοιραίο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης,
λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.


Και ψωμοτύρι και για καφέ
το «δε βαρυέσαι» κι «ωχ αδερφέ».
Ωσάν πολίτης, σκυφτός ραγιάς
σαν πιάσει πόστο: δερβέναγάς.


Δυστυχία σου, Ελλάς, με τα τέκνα που γεννάς!
Ώ Ελλάς, ηρώων χώρα, τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα;


Αλήθεια, πόσο διαχρονικός μπορεί να είναι ο Σουρής ή πόσο δυνατό είναι το DNA του Έλληνα που δεν το έχει αλλάξει καθόλου ο χρόνος?
ΑΝΑΤΡΙΧΙΑΖΕΙΣ, ΟΤΙ ΑΠΟ ΤΟ 100 ετών ΠΟΙΗΜΑ, ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΑΛΛΑΞΕΙΣ ΟΥΤΕ ΕΝΑ ΣΤΙΧΟ ΩΣ ΞΕΠΕΡΑΣΜΕΝΟ.